κουιντέτο

κουιντέτο
Μουσικό κομμάτι που έχει γραφτεί για πέντε φωνές ή για πέντε όργανα. Το κ. εξελίχθηκε παράλληλα με το κουαρτέτο και δέχτηκε διάφορους οργανικούς συνδυασμούς: δύο βιολιά, δύο βιόλες και ένα βιολοντσέλο, ή δύο βιολιά, μία βιόλα και δύο βιολοντσέλα. Το κ. γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη την εποχή του Μποκερίνι και του Μότσαρτ. Το φωνητικό κ. επιτρέπει πολυάριθμους συνδυασμούς φωνών, όπως δύο υψίφωνες μία μεσόφωνο, έναν τενόρο και έναν βαθύφωνο, ή μία υψίφωνο, μία μεσόφωνο, δύο τενόρους και έναν βαθύφωνο. Στην εποχή του Λουλί και του Ντελαλάντ, στη γαλλική μουσική σχολή προτιμούσαν τον συνδυασμό μίας υψίφωνης, μίας βαθύφωνης, ενός τενόρου, ενός βαρύτονου και ενός βαθύφωνου.
* * *
το
1. μουσική σύνθεση γραμμένη για πέντε φωνές ή όργανα
2. ορχήστρα που αποτελείται από πέντε όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προέλευσης, πρβλ. ιταλ. quintetto < υποκορ. τού ιταλ. quinto < λατ. quintus «πέμπτος» < λατ. quinque «πέντε»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουιντέτο — το (λ. ιταλ.) 1. είδος μουσικής σύνθεσης για πέντε φωνές ή όργανα. 2. η πεντάδα των εκτελεστών αυτής της μουσικής σύνθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …   Dictionary of Greek

  • Γκραπελί, Στεφάν — (Stephane Grappelli, Παρίσι 1908 – 1997). Γάλλος μουσικός. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος βιολονίστας της μουσικής τζαζ και ένας από τους λίγους που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν το βιολί τόσο αρμονικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.… …   Dictionary of Greek

  • Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… …   Dictionary of Greek

  • Κολτρέιν, Τζον — (John William Coltrane, Άμλετ, Βόρεια Καρολίνα 1926 – Νέα Υόρκη 1967). Αφροαμερικανός μουσικοσυνθέτης και σαξοφωνίστας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς στην ιστορία της τζαζ του 20ού αι., μαζί με τους Λούις Άρμστρονγκ, Τσάρλι… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινίδης, Γιάννης — (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη… …   Dictionary of Greek

  • Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… …   Dictionary of Greek

  • Σίντινγκ, Κρίστιαν — (Sinding). Νορβηγός συνθέτης (Κόνγκσμπεργκ 1856 Όσλο 1941). Στα νεανικά του χρόνια σπούδασε βιολί και πιάνο και συμπλήρωσε αργότερα τις σπουδές του στο ωδείο της Λιψίας και αργότερα στο Βερολίνο, στη Δρέσδη και στο Μόναχο. Αποκαλύφτηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Σοστακόβιτς, Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς — Ρώσος συνθέτης (Πετρούπολη 1906 Μόσχα 1975). Έδειξε κλίση στη μουσική από πολύ μικρός ενδιαφέρθηκε εξίσου για τη σύνθεση και για το πιάνο και δέκα ετών μπήκε στο Ωδείο της Πετρούπολης. Αφού πήρε πτυχίο μετά έξι χρόνια επισφράγισε τις σπουδές του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”